μηχαναῖς

μηχαναῖς
μηχανή
contrivance
fem dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • CUNICULUS — I. CUNICULUS animal olim Hispaniae peculiare, unde ei nomen forte ex Hebr. saphan, quô cuniculum denotari iam a multis annis, notum est. Certe e Graecis illud soli noverant Massilienses, qui fere sunt in Hispaniae confinio, et in Hadriani nummo,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λαοπόρος — λαοπόρος, ον (Α) (για γέφυρα) αυτή που χρησιμεύει για να διαβαίνει ο λαός («λαοπόροις τε μηχαναῑς», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. λαο * + πόρος (< πόρος «πέρασμα»), πρβλ. θαλασσο πόρος, οδοι πόρος] …   Dictionary of Greek

  • υπερακοντίζω — ὑπερακοντίζω ΝΜΑ 1. ακοντίζω πέρα από τον στόχο, ρίχνω το ακόντιο μακρύτερα από τους άλλους 2. μτφ. υπερέχω, υπερτερώ, υπερβάλλω (α. «υπερακόντισε σε πολυλογία όλους τους συναδέλφους του ομιλητές» β. «αὐτὸν σε ὑπερηκόντισε τῇ ἀναιδείᾳ», Λουκιαν.… …   Dictionary of Greek

  • υπόνομος — ο / ὑπόνομος, ον, ΝΑ, και θηλ. υπόνομος, η, Ν το αρσ. ως ουσ. 1. υπόγειος οχετός ή υπόγεια στοά για την αποχέτευση τών ακάθαρτων και όμβριων υδάτων 2. υπόγειο πέρασμα (α. «οι πολιορκούμενοι επικοινωνούσαν με τις άλλες πόλεις με υπονόμους» β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”